Κυανά όρη

Κυανά όρη
(Βlue Ridge Mountains). Οροσειρά (μέγιστο υψόμετρο 2.037 μ.) των ΗΠΑ. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό άκρο των Απαλαχίων και εκτείνονται μεταξύ των πολιτειών Τζόρτζια (Γεωργία) και Πενσιλβάνια. Υψώνονται πάνω από το οροπέδιο Πίντμοντ και η πιο ψηλή κορυφή τους είναι το όρος Μίτσελ (2.037 μ.), το υψηλότερο των Απαλαχίων. Στο σύστημα ανήκουν επίσης τα γνωστά Μαύρα (Black) και Καπνώδη (Smoky) Όρη. Τα Κ.ό. αποτελούνται από μεταμορφωσιγενή πετρώματα, ενώ στις πλαγιές τους κυριαρχούν πλατύφυλλα κωνοφόρα δέντρα και υποαλπικά λιβάδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κολούμπια-Σνέικ — (Columbia Snake). Υδρογραφικό σύστημα του νοτιοδυτικού Καναδά και των βορειοδυτικών ΗΠΑ, το οποίο σχηματίζεται από τον ποταμό Κολούμπια (1.950 χλμ.) και τον αριστερό παραπόταμό του, Σνέικ (1.670 χλμ.). Ο Κολούμπια, ο οποίος πριν εξερευνηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Βιρτζίνια, Δυτική — (West Virginia).Πολιτεία (62.761 τ. χλμ., 1.801.916 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Συγκροτήθηκε το 1863 από τις κομητείες, που είχαν μείνει πιστές στην Ένωση, του δυτικού τμήματος της πολιτείας Βιρτζίνια (βλ. λ.), η οποία… …   Dictionary of Greek

  • όρεγκον — (Oregon). Ομόσπονδη Πολιτεία (251.180 τ. χλμ., 2.842.321 κατ.) των βορειοδυτικών ΗΠΑ. Πρωτεύουσα είναι το Σάλεμ (107.786 κάτ.), βιομηχανικό κέντρο στη δεξιά όχθη του Ουϊλάμητ. Βρέχεται από τον Ειρηνικό ωκεανό στα Δ και συνορεύει με τις ομόσπονδες …   Dictionary of Greek

  • Ουελέ — (Uele). Ποταμός (πάνω από 1000 χλμ.) της Κεντρικής Αφρικής, στο βόρειο τμήμα της δημοκρατίας του Ζαΐρ. Πηγάζει από τα Κυανά Όρη, διασχίζει τροπικά δάση και σαβάννες και στην πορεία του σχηματίζει καταρράκτες. Στον άνω ρου ονομάζεται Κιμπάλα. Ο Ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”